Πεκίνο(ν)

Πεκίνο(ν)
το г. Пекин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Πεκίνο(ν)" в других словарях:

  • Πεκίνο — (Μπεϊτζίνγκ = Πρωτεύουσα του Βορρά). Πόλη πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και δήμος η ίδια (16.808 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, σε υψόμετρο 34 μ. και κοντά στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πεδιάδας του Χοπέι, μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μάο Τσε-τουνγκ — (Mao Zedong / Mao Che Tung, Σιαο Σιάν, Χουνάν 1893 – Πεκίνο 1976). Κινέζος πολιτικός, πρόεδρος του Κομουνιστικού Κόμματος της Κίνας και πρώτος πρόεδρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Ήταν γιος γαιοκτήμονα και ξεκίνησε τις σπουδές του στο… …   Dictionary of Greek

  • Μινγκ — (Ming). Κινεζική αυτοκρατορική δυναστεία (1368 1644). Ιδρύθηκε από τον Τσου Γιονάν Τσανγκ μετά την ανατροπή της Μογγολικής δυναστείας Γιουάν. Στις αρχές του 15ου αι., η δυναστεία Μ. ακολούθησε επεκτατική εξωτερική πολιτική. Το 1407, κινεζικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρίτσι, Ματέο — (Ricci, Ματσεράτα 1552 – Πεκίνο 1610). Ιταλός ιεραπόστολος και σινολόγος. Το 1571 προσχώρησε στο μοναχικό τάγμα των Ιησουιτών και το 1577 εκλήθη στις Ανατολικές Ινδίες και στη Γκόα, όπου χειροτονήθηκε ιερέας και τελείωσε τις θεολογικές του… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • νανκίν — (Nanjing). Πόλη (1.846.300 κάτ. το 2003) της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κιανγκσού. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Γιανγκτσέ Κιανγκ, στη συμβολή σημαντικών οδικών και σιδηροδρομικών γραμμών, μια από τις οποίες είναι… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»